νοοπλανής

νοοπλανής
νοο-πλᾰνής, ές,
A wandering in mind, deranged, ib.4.197.
II [voice] Act., distracting the mind, ib.29.69.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νοοπλανής — νοοπλανής, ές (Α) 1. φρενοβλαβής 2. αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει παραφροσύνη («νοοπλανὲς ἴχνος», Noνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. δολο πλανής, ψυχο πλανής] …   Dictionary of Greek

  • νοοπλανές — νοοπλανής wandering in mind masc/fem voc sg νοοπλανής wandering in mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοοπλανέεσσι — νοοπλανής wandering in mind masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοοπλανέεσσιν — νοοπλανής wandering in mind masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοοπλανέος — νοοπλανής wandering in mind masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοοπλανέων — νοοπλανής wandering in mind masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • νοόπλαγκτος — νοόπλαγκτος, ον (Α) νοοπλανής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος, ουρανό πλαγκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”